Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
able
/ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να;
USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
abstain
/æbˈsteɪn/ = VERB: απέχω;
USER: απέχω, απέχουν, απόσχει, απόσχουν, αποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
academic
/ˌæk.əˈdem.ɪk/ = ADJECTIVE: ακαδημαϊκός;
USER: ακαδημαϊκός, ακαδημαϊκή, ακαδημαϊκό, ακαδημαϊκών, ακαδημαϊκά
GT
GD
C
H
L
M
O
access
/ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο;
USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση
GT
GD
C
H
L
M
O
accessing
/ˈæk.ses/ = USER: πρόσβαση, πρόσβαση σε, την πρόσβαση, την πρόσβαση σε, πρόσβαση στο
GT
GD
C
H
L
M
O
accidental
/ˌaksiˈdentl/ = ADJECTIVE: τυχαίος;
USER: τυχαίος, τυχαία, τυχαίας, ακούσιας, τυχαίο
GT
GD
C
H
L
M
O
acting
/ˈæk.tɪŋ/ = NOUN: δράση, ενέργεια, ηθοποιία, υπόκριση;
ADJECTIVE: αναπληρωματικός, πράττων;
USER: δράση, ενεργεί, αποφασίζοντας, ενεργούν, ενεργώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
actions
/ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια;
USER: δράσεις, ενέργειες, δράσεων, ενεργειών, τις δράσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
addictive
/əˈdɪk.tɪv/ = USER: εθιστικό, εθιστική, εθιστικά, εθιστικές, εθισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
advice
/ədˈvaɪs/ = NOUN: συμβουλή, πληροφορία;
USER: συμβουλή, συμβουλές, προτάσεις, συμβουλών, παρέχει προτάσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
affair
/əˈfeər/ = NOUN: υπόθεση, συμβάν, εορτή;
USER: υπόθεση, υπόθεσης, ερωτική, υπόθεση της
GT
GD
C
H
L
M
O
again
/əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου;
USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
algorithms
/ˈalgəˌriT͟Həm/ = NOUN: αλγόριθμος;
USER: αλγόριθμοι, αλγορίθμων, αλγορίθμους, αλγόριθμους, αλγόριθμων
GT
GD
C
H
L
M
O
align
/əˈlaɪn/ = VERB: ευθυγραμμίζω, φέρω εις γραμμή, σχοινομετρώ;
USER: ευθυγράμμιση, ευθυγραμμιστούν, ευθυγραμμίσει, ευθυγραμμίσετε, ευθυγραμμιστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
allow
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, να επιτρέψει, επιτρέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
allurements
= NOUN: γοητεία, θέλγητρο;
USER: θέλγητρα,
GT
GD
C
H
L
M
O
almost
/ˈɔːl.məʊst/ = ADVERB: téměř, skoro;
USER: σχεδόν, περίπου, σχεδόν σε, σχεδόν το, σχεδόν το
GT
GD
C
H
L
M
O
alone
/əˈləʊn/ = ADJECTIVE: μόνος;
USER: μόνος, μόνο, μόνη, και μόνο, μόνη της, μόνη της
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
always
/ˈɔːl.weɪz/ = ADVERB: πάντοτε, διαρκώς;
USER: πάντοτε, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, είναι πάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
am
/æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.
GT
GD
C
H
L
M
O
ambience
/ˈæm.bi.əns/ = USER: ατμόσφαιρα, περιβάλλον, ambience
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
animation
/ˌæn.ɪˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: εμψύχωση, αναζωογόνηση, ζωηρότητα;
USER: εμψύχωση, animation, κινούμενα σχέδια, κινουμένων σχεδίων, κίνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
answer
/ˈɑːn.sər/ = NOUN: απάντηση;
VERB: απαντώ, αποκρίνομαι;
USER: απάντηση, απαντώ, απαντήσει, απαντήσετε, answer, answer
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
aren
/ɑːnt/ = USER: aren, έτσι δεν, έτσι δεν είναι, ενθουσιάζεστε, ενθουσιάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
around
/əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω;
USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
article
/ˈɑː.tɪ.kl̩/ = NOUN: άρθρο, αντικείμενο, είδος, πράγμα;
USER: άρθρο, αντικείμενο, άρθρου, το άρθρο, του άρθρου
GT
GD
C
H
L
M
O
articles
/ˈɑː.tɪ.kl̩/ = NOUN: άρθρο, αντικείμενο, είδος, πράγμα;
USER: άρθρα, Τα άρθρα, είδη, αντικείμενα, άρθρων
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
ask
/ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ;
USER: ζητώ, παρακαλώ, ζητήσει, ρωτήσω, ζητήσει από, ζητήσει από
GT
GD
C
H
L
M
O
aspects
/ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις;
USER: πτυχές, θέματα, πτυχών, τις πτυχές, πτυχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
authenticity
/ˌôTHenˈtisitē/ = NOUN: αυθεντικότητα, γνησιότητα;
USER: αυθεντικότητα, γνησιότητα, γνησιότητας, αυθεντικότητας, γνησιότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
aware
/əˈweər/ = ADJECTIVE: ενήμερος, γνωρίζων;
VERB: αντιλαμβάνομαι;
USER: ενήμερος, γνωρίζει, γνωρίζουν, επίγνωση, γνώση
GT
GD
C
H
L
M
O
background
/ˈbæk.ɡraʊnd/ = NOUN: φόντο, βάθος;
USER: φόντο, υπόβαθρο, παρασκήνιο, φόντου, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
bad
/bæd/ = ADJECTIVE: κακός;
USER: κακός, κακή, κακό, κακές, άσχημα
GT
GD
C
H
L
M
O
bags
/bæɡ/ = NOUN: τσάντα, σακούλα, σάκος, σακκούλα, σάκκος, ταγάρι;
VERB: θέτω εντός σακούλας, σακουλιάζω;
USER: τσάντες, σακούλες, σάκοι, σάκους, σάκων
GT
GD
C
H
L
M
O
balance
/ˈbæl.əns/ = NOUN: ισορροπία, υπόλοιπο, ισοζύγιο, ισολογισμός, κλείσιμο λογαριασμών, πλαστίγκα;
VERB: ισορροπώ, ισολογίζω, ζυγίζω;
USER: ισορροπία, εξισορρόπηση, ισορροπίας, εξισορροπήσει, ισορροπήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
balanced
/ˈbæl.ənst/ = NOUN: ισορροπία, υπόλοιπο, ισοζύγιο, ισολογισμός, κλείσιμο λογαριασμών, πλαστίγκα;
VERB: ισορροπώ, ισολογίζω, ζυγίζω;
USER: ισόρροπη, ισορροπημένη, ισόρροπης, ισορροπημένο, ισορροπημένης
GT
GD
C
H
L
M
O
bar
/bɑːr/ = NOUN: μπαρ, μπάρα, ράβδος, λάμα, κώλυμα, μοχλός, ποτοπωλείο, δικηγορικό σώμα, λοστός, σκυτάλη, μανιβέλα, τεμάχι, δοκός καρένας πλοίου, μεταλλικό τεμάχιο;
VERB: κωλύω, αποθαρρύνω;
USER: μπαρ, ράβδος, μπάρα, Bar, γραμμή
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
because
/bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι;
USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί
GT
GD
C
H
L
M
O
become
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
before
/bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να;
ADVERB: μπροστά, ενώπιο;
PREPOSITION: μπροστά;
USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
beings
/ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση;
USER: όντα, όντων, πλάσματα, τα όντα, ανθρώπων
GT
GD
C
H
L
M
O
best
/best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος;
VERB: υπερτερώ, νικώ;
USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
between
/bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα;
ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ;
USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του
GT
GD
C
H
L
M
O
beware
/bɪˈweər/ = VERB: προσέχω, φυλάσσομαι από;
USER: προσοχή, beware, προσέξτε, προσέχετε, προσέξουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
big
/bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγάλος, μεγαλόσωμος, μέγας, αξιόλογος, χονδρός;
USER: μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
GT
GD
C
H
L
M
O
billions
/ˈbɪl.jən/ = NOUN: δισεκατομμύριο;
USER: δισεκατομμύρια, δισεκατομμυρίων, τα δισεκατομμύρια, δις, δισ.
GT
GD
C
H
L
M
O
blink
/blɪŋk/ = VERB: αναβοσβήνω, ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα νευρικά, βλεφαρίζω, αγνοώ, παίζω τα μάτια;
USER: αναβοσβήνει, αναβοσβήνουν, αναβοσβήσει, αρχίσει να αναβοσβήνει
GT
GD
C
H
L
M
O
bodies
/ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα;
USER: φορείς, οργανισμούς, φορέων, όργανα, σώματα
GT
GD
C
H
L
M
O
body
/ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα;
USER: σώμα, σώματος, το σώμα, οργανισμό, οργανισμός, οργανισμός
GT
GD
C
H
L
M
O
boost
/buːst/ = NOUN: ώθηση, προαγωγή;
VERB: καυχιέμαι, ανωθώ, προάγω;
USER: ώθηση, ενίσχυση, ενισχύσει, την ενίσχυση, ενίσχυση της
GT
GD
C
H
L
M
O
boring
/ˈbɔː.rɪŋ/ = ADJECTIVE: ανιαρός, οχληρός;
USER: βαρετό, βαρετή, boring, τρυπώντας, βαρετά, βαρετά
GT
GD
C
H
L
M
O
brave
/breɪv/ = ADJECTIVE: γενναίος, ανδρείος;
NOUN: παλληκάρι;
VERB: αψηφώ;
USER: γενναίος, γενναίο, γενναία, γενναίοι, αντέξει
GT
GD
C
H
L
M
O
breadth
/bredθ/ = NOUN: πλάτος, ευρύτης;
USER: πλάτος, εύρος, εύρους, πλάτους, το εύρος
GT
GD
C
H
L
M
O
bubbles
/ˈbʌb.l̩/ = NOUN: φυσαλλίδα, μπουρνούζι, ποφλόλυκας;
VERB: αφρίζω, παφλάζω, κοχλάζω;
USER: φυσαλίδες, φυσαλίδων, φούσκες, φυσαλλίδες, φυσσαλίδες
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
button
/ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο;
VERB: κουμπώνω;
USER: κουμπί, πλήκτρο, το κουμπί, κουμπιού, κουμπιού
GT
GD
C
H
L
M
O
buy
/baɪ/ = NOUN: αγορά, ψώνιο;
VERB: αγοράζω;
USER: αγορά, αγοράζω, αγοράσει, αγοράσετε, αγοράσουν, αγοράσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
care
/keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα;
VERB: φροντίζω, νοιάζομαι;
USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
caring
/ˈkeə.rɪŋ/ = VERB: φροντίζω, νοιάζομαι;
USER: φροντίδα, φροντίδας, τη φροντίδα, φροντίζουν, η φροντίδα
GT
GD
C
H
L
M
O
cast
/kɑːst/ = NOUN: καλούπι, εκμαγείο, βλήμα, ιδιάζο χαρακτηριστικό, μήτρα, πρόσωπα δράματος, διανομή ρόλων;
VERB: πετώ, απορρίπτω, ρίπτω, χύνω μέταλλο;
USER: ρίχνει, χυτό, ρίξει, πετάχτηκε, θέσει
GT
GD
C
H
L
M
O
cat
/kæt/ = NOUN: γάτα, γάτος;
USER: γάτα, γάτας, cat, γατών, κατ.
GT
GD
C
H
L
M
O
cellphone
= USER: κινητό τηλέφωνο, κινητό, κινητών τηλεφώνων, κινητών, κινητού
GT
GD
C
H
L
M
O
charge
/tʃɑːdʒ/ = NOUN: χρέωση, επιβάρυνση, δαπάνη, κατηγορία, γόμωση, έξοδα, εποπτεία, επίθεση, μήνυση, φροντίδα, κηδεμονία;
VERB: φορτίζω;
USER: χρέωση, επιβάρυνση, δαπάνη, υπεύθυνος, επιφορτισμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
check
/tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση;
VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω;
USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη
GT
GD
C
H
L
M
O
checking
/CHek/ = NOUN: έλεγχος, αναχαίτιση;
USER: έλεγχος, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
choose
/tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, να επιλέξουν, επιλέξουν, επιλέγουν
GT
GD
C
H
L
M
O
citizen
/ˈsɪt.ɪ.zən/ = NOUN: πολίτης, υπήκοος, κάτοικος;
USER: πολίτης, υπήκοος, πολίτη, πολιτών, πολίτες
GT
GD
C
H
L
M
O
clearings
= NOUN: ξέφωτο, συμψηφισμός;
USER: ξέφωτα, ξέφωτα δάσους, καθάρισμα, εκκαθαρίσεις, καθαρισμούς,
GT
GD
C
H
L
M
O
clearly
/ˈklɪə.li/ = ADVERB: σαφώς, καθαρά, φανερά, ολοφάνερα;
USER: σαφώς, καθαρά, σαφήνεια, με σαφήνεια, ξεκάθαρα, ξεκάθαρα
GT
GD
C
H
L
M
O
closed
/kləʊzd/ = ADJECTIVE: κλειστό, κλειστός;
USER: κλειστό, κλειστός, κλείσει, έκλεισε, κλειστά, κλειστά
GT
GD
C
H
L
M
O
comfort
/ˈkʌm.fət/ = NOUN: άνεση, παρηγοριά, ανακούφιση, κομφόρ, κουράγιο;
VERB: ανακουφίζω, παρηγορώ, ενθαρρύνω, αναπαύω;
USER: άνεση, Ανέσεις, Comfort, άνεσης, την άνεση
GT
GD
C
H
L
M
O
comfortable
/ˈkəmfərtəbəl,ˈkəmftərbəl/ = ADJECTIVE: άνετος, αναπαυτικός;
USER: άνετος, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες, άνετες
GT
GD
C
H
L
M
O
comment
/ˈkɒm.ent/ = NOUN: σχόλιο, παρατήρηση;
VERB: σχολιάζω;
USER: σχόλιο, ένα σχόλιο, σχολιάσει, σχολιάσετε, παρατηρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
communicating
/kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω;
USER: επικοινωνία, την επικοινωνία, επικοινωνίας, επικοινωνεί, επικοινωνώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
communities
/kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα;
USER: κοινότητες, κοινοτήτων, των κοινοτήτων, τις κοινότητες, κοινωνίες
GT
GD
C
H
L
M
O
competition
/ˌkɒm.pəˈtɪʃ.ən/ = NOUN: ανταγωνισμός, συναγωνισμός, αγώνας, άμιλλα, αγώνισμα, συνάντηση;
USER: ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, τον ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
computer
/kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής;
USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
computers
/kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής;
USER: υπολογιστές, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, υπολογιστών, ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικοί υπολογιστές
GT
GD
C
H
L
M
O
concept
/ˈkɒn.sept/ = NOUN: έννοια, ιδέα, σχέδιο, γενική ιδέα;
USER: έννοια, ιδέα, έννοιας, αντίληψη, έννοια της
GT
GD
C
H
L
M
O
confuse
/kənˈfjuːz/ = VERB: μπερδεύω, συγχέω, σαστίζω, συγχίζω;
USER: συγχέουν, συγχέουμε, σύγχυση, μπερδεύουν, συγχέει
GT
GD
C
H
L
M
O
connectivity
/kəˌnekˈtivitē,ˈkänəkˌtivitē/ = USER: συνδεσιμότητα, σύνδεσης, συνδεσιμότητας, σύνδεση, συνδετικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
consequences
/ˈkɒn.sɪ.kwəns/ = NOUN: συνέπεια, επακόλουθο, σημασία, σπουδαιότητα;
USER: συνέπειες, επιπτώσεις, συνεπειών, τις συνέπειες, συνέπειές
GT
GD
C
H
L
M
O
contribution
/ˌkɒn.trɪˈbjuː.ʃən/ = NOUN: συνεισφορά, συμβολή, εισφορά, συνεργασία, άρθρο;
USER: συνεισφορά, συμβολή, εισφορά, συνεισφοράς, συμμετοχή
GT
GD
C
H
L
M
O
conversations
/ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη;
USER: συνομιλίες, συζητήσεις, συνομιλιών, τις συνομιλίες, συζητήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
corner
/ˈkɔː.nər/ = NOUN: γωνία, κοχή;
VERB: μονοπωλώ, παίρνω στροφή, στρίβω;
USER: γωνία, κόρνερ, γωνιά, εστία του, εστία
GT
GD
C
H
L
M
O
corporate
/ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός;
USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική
GT
GD
C
H
L
M
O
couch
/kaʊtʃ/ = NOUN: καναπές, κλίνη, ντιβάνι, ανάκλιντρο;
VERB: κατακλίνομαι, εκφράζω, διατυπώνω;
USER: καναπές, καναπέ, στον καναπέ
GT
GD
C
H
L
M
O
course
/kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό;
VERB: τρέχω, κυνηγώ;
USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
creativity
/kriˈeɪ.tɪv/ = USER: δημιουργικότητα, δημιουργικότητας, τη δημιουργικότητα, η δημιουργικότητα, δημιουργικότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
crowded
/ˈkraʊ.dɪd/ = ADJECTIVE: γεμάτος, συνωστισμένος, πολυάνθρωπος;
USER: πολυσύχναστες, συνωστισμό, γεμάτο, πολυσύχναστα, πολυσύχναστη
GT
GD
C
H
L
M
O
cruise
/kruːz/ = NOUN: κρουαζιέρα, περίπλους;
VERB: περιπολώ, περιπλέω;
USER: κρουαζιέρα, κρουαζιέρας, κρουζ, cruise, κρουαζιερόπλοια
GT
GD
C
H
L
M
O
csr
= USER: ΕΚΕ, CSR, την ΕΚΕ, της ΕΚΕ, εταιρικής κοινωνικής ευθύνης,
GT
GD
C
H
L
M
O
curtains
/ˈkɜː.tən/ = NOUN: κουρτίνα, παραπέτασμα, αυλαία;
VERB: σκεπάζω;
USER: κουρτίνες, κουρτινών, τις κουρτίνες, παραπετάσματα
GT
GD
C
H
L
M
O
dark
/dɑːk/ = NOUN: σκοτάδι, σκότος;
ADJECTIVE: σκοτεινός, σκούρος, μελαχροινός, μαυριδερός, μελαψός;
USER: σκοτάδι, σκοτεινός, σκούρο, σκοτεινό, σκοτεινή
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
deal
/dɪəl/ = NOUN: συμφωνία, μεταχείριση, μοιρασιά;
VERB: μοιράζω, καταφέρω, μεταχειρίζομαι;
USER: αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, ασχοληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
dec
= USER: Δεκέμβριος, Δεκέμβριο, Δεκέμβρης, Δεκ, Δεκ.
GT
GD
C
H
L
M
O
deceiving
/dɪˈsiːv/ = VERB: εξαπατώ, απατώ, ξεγελώ;
USER: εξαπατούν, εξαπάτηση, εξαπατώντας, εξαπατά, απατούν
GT
GD
C
H
L
M
O
delve
/delv/ = VERB: σκάβω;
USER: ψάχνω, σκαλίζω, ερευνήσουμε, υπεισέρχεται, σκάβω
GT
GD
C
H
L
M
O
democracy
/dɪˈmɒk.rə.si/ = NOUN: δημοκρατία;
USER: δημοκρατία, δημοκρατίας, της δημοκρατίας, τη δημοκρατία, η δημοκρατία
GT
GD
C
H
L
M
O
depth
/depθ/ = NOUN: βάθος, βαθύτητα, πυθμένας, βαθύτης;
USER: βάθος, βάθους, εμπεριστατωμένη, σε βάθος, το βάθος
GT
GD
C
H
L
M
O
despair
/dɪˈspeər/ = NOUN: απελπισία, απόγνωση;
VERB: απελπίζομαι, έχω απελπιστεί;
USER: απελπισία, απόγνωση, απελπισίας, απελπίζεστε, απόγνωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
developments
/dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση;
USER: εξελίξεις, τις εξελίξεις, εξελίξεων, εξέλιξη, των εξελίξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
devious
/ˈdiː.vi.əs/ = ADJECTIVE: εκτρεπόμενος, πλάγιος, λοξός, περιστροφικός, παραπλανητικός;
USER: πλάγιος, λοξός, εκτρεπόμενος, δόλια, ύπουλη
GT
GD
C
H
L
M
O
dichotomies
/daɪˈkɒt.ə.mi/ = NOUN: διχοτόμηση;
USER: διχοτομήσεις, διχοτομίες, διχοτομιών, dichotomies, διχοτομήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
diet
/ˈdaɪ.ət/ = NOUN: διατροφή, δίαιτα, τροφή, συνέδριο, βουλή;
VERB: κάνω δίαιτα;
USER: διατροφή, δίαιτα, διατροφής, τη διατροφή, δίαιτας
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
digital
/ˈdɪdʒ.ɪ.təl/ = ADJECTIVE: ψηφιακό, ψηφιακός;
USER: ψηφιακό, ψηφιακός, ψηφιακή, ψηφιακής, ψηφιακών
GT
GD
C
H
L
M
O
digitalized
/ˈdijədlˌīz/ = USER: ψηφιοποιημένα, ψηφιοποιημένο, ψηφιοποιήθηκαν, ψηφιοποιείται, ψηφιακών ιστορικών,
GT
GD
C
H
L
M
O
director
/daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος;
USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη
GT
GD
C
H
L
M
O
discuss
/dɪˈskʌs/ = VERB: συζητώ;
USER: συζητήσουν, συζητήσει, συζητήσετε, συζητούν, να συζητήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
disruptive
/dɪsˈrʌp.tɪv/ = ADJECTIVE: αποδιοργανωτικός, διασπαστικός;
USER: διασπαστικός, αποδιοργανωτικός, αναστάτωση, αποδιοργανωτική, διασπαστική
GT
GD
C
H
L
M
O
distortion
/dɪˈstɔːt/ = NOUN: παραμόρφωση, αλλοίωση, διαστροφή;
USER: παραμόρφωση, αλλοίωση, στρέβλωση, στρέβλωσης, στρεβλώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
does
/dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
doing
/ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο;
ADJECTIVE: πράττων;
USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
don
/dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος;
USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
doors
/dɔːr/ = NOUN: πόρτα;
USER: πόρτες, θυρών, τις πόρτες, θύρες, οι πόρτες, οι πόρτες
GT
GD
C
H
L
M
O
downsides
/ˈdaʊn.saɪd/ = USER: μειονεκτήματα, αρνητικές πλευρές, αρνητικές πτυχές, downsides
GT
GD
C
H
L
M
O
drunk
/drʌŋk/ = ADJECTIVE: μεθυσμένος, πιωμένος, στουπί στο μεθύσι;
USER: μεθυσμένος, μεθυσμένη, μεθυσμένοι, υπό την επήρεια, πίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
dry
/draɪ/ = ADJECTIVE: ξηρός, στεγνός, άνυδρος, ξερός;
VERB: στεγνώνω, ξεραίνω, ξηραίνω, να στεγνωθεί;
USER: στεγνώσει, στεγνώστε, στεγνώσουν, ξηρό, στεγνώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
duration
/djʊəˈreɪ.ʃən/ = NOUN: διάρκεια;
USER: διάρκεια, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
each
/iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας;
USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα
GT
GD
C
H
L
M
O
eating
/iːt/ = VERB: φάω, τρώγω;
USER: φαγητό, το φαγητό, τρώει, διατροφικές, τρώνε
GT
GD
C
H
L
M
O
emails
/ˈiː.meɪl/ = USER: e-mail, emails, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μηνύματα, μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
GT
GD
C
H
L
M
O
endless
/ˈend.ləs/ = ADJECTIVE: ατέλειωτος, ακατάπαυστος;
USER: ατελείωτες, ατελείωτη, ατέλειωτες, ατέλειωτη, ατελείωτο
GT
GD
C
H
L
M
O
energy
/ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα;
USER: ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας
GT
GD
C
H
L
M
O
engines
/ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας;
USER: κινητήρες, μηχανές, κινητήρων, μηχανών, τις μηχανές
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
entrepreneurship
/ˌɒn.trə.prəˈnɜː.ʃɪp/ = USER: επιχειρηματικότητας, επιχειρηματικότητα, της επιχειρηματικότητας, την επιχειρηματικότητα, επιχειρηματικού πνεύματος
GT
GD
C
H
L
M
O
envy
/ˈen.vi/ = VERB: ζηλεύω, φθονώ;
USER: ζηλεύω, ζηλεύουν, ζήλευαν, φθόνο, ζηλέψει
GT
GD
C
H
L
M
O
establish
/ɪˈstæb.lɪʃ/ = VERB: ιδρύω, εγκαθιστώ, αποδεικνύω, καθιερώνω;
USER: δημιουργία, θεσπίσει, θέσπιση, καθιερώσει, καθιέρωση
GT
GD
C
H
L
M
O
every
/ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος;
USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
evil
/ˈiː.vəl/ = NOUN: κακό;
ADJECTIVE: κακός;
USER: κακό, κακού, το κακό, κακά, του κακού
GT
GD
C
H
L
M
O
evoke
/ɪˈvəʊk/ = VERB: προκαλώ, επικαλούμαι;
USER: προκαλούν, προκαλέσει, παραπέμπουν, θυμίζει, θυμίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
evolving
/ɪˈvɒlv/ = VERB: αναπτύσσω, εκτυλίσσομαι;
USER: εξελισσόμενη, εξελισσόμενες, εξελίσσεται, εξελισσόμενο, εξέλιξη
GT
GD
C
H
L
M
O
expect
/ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ;
USER: αναμένω, περιμένετε, αναμένουν, περιμένουμε, περιμένουν
GT
GD
C
H
L
M
O
explicit
/ɪkˈsplɪs.ɪt/ = ADJECTIVE: σαφής, ρητός, κατηγορηματικός;
USER: σαφής, ρητός, ρητή, σαφή, ρητά
GT
GD
C
H
L
M
O
eye
/aɪ/ = NOUN: μάτι, οφθαλμός;
VERB: παρατηρώ;
USER: μάτι, ματιών, μάτια, τα μάτια, ματιού
GT
GD
C
H
L
M
O
fall
/fɔːl/ = NOUN: πτώση, φθινόπωρο, άλωση, πέσιμο;
VERB: πέφτω;
USER: πτώση, εμπίπτουν, πέσει, εμπίπτει, πέφτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
falling
/ˈfɔː.lɪŋ/ = VERB: πέφτω;
USER: πτώση, που υπάγονται, που, υπάγονται, εμπίπτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
fear
/fɪər/ = NOUN: φόβος, φοβία;
VERB: φοβάμαι, φοβούμαι;
USER: φόβος, φόβο, φόβου, ο φόβος, φοβηθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
feed
/fiːd/ = NOUN: τροφή, ταγή;
VERB: ταΐζω, τρέφω, τρέφομαι, τροφοδοτώ;
USER: τροφή, ζωοτροφές, ζωοτροφών, τις ζωοτροφές, τρέφονται
GT
GD
C
H
L
M
O
feel
/fiːl/ = VERB: αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, αγγίζω, πασπατεύω;
NOUN: αφή;
USER: αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε, αισθανθείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
feelings
/ˈfiː.lɪŋ/ = NOUN: αίσθημα, συναίσθημα, αφή;
USER: συναισθήματα, αισθήματα, τα συναισθήματα, συναισθημάτων, συναισθήματά
GT
GD
C
H
L
M
O
few
/fjuː/ = ADJECTIVE: λίγοι, μερικοί, ολίγοι;
USER: λίγοι, μερικοί, λίγα, μερικά, λίγες, λίγες
GT
GD
C
H
L
M
O
fifth
/fɪfθ/ = USER: fifth-, fifth;
USER: πέμπτος, πέμπτο, πέμπτη, πέμπτου, πέμπτης
GT
GD
C
H
L
M
O
film
/fɪlm/ = NOUN: ταινία, φιλμ, μεμβράνη, λεπτή μεμβράνη, φωτογραφική πλάκα;
VERB: φωτογραφώ;
USER: ταινία, φιλμ, μεμβράνη, ταινίας, ταινιών, ταινιών
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
five
/faɪv/ = USER: five-, five;
USER: πέντε, από πέντε
GT
GD
C
H
L
M
O
focus
/ˈfəʊ.kəs/ = NOUN: εστία;
VERB: συγκεντρώ, ρυθμίζω, συγκεντρώνω;
USER: εστίαση, επικεντρωθούν, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, εστιάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
focused
/ˈfəʊ.kəst/ = USER: επικεντρώθηκε, εστιάζεται, επικεντρώθηκαν, επικεντρώνεται, εστιασμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
follow
/ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι;
USER: ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
footprints
/ˈfʊt.prɪnt/ = NOUN: ίχνος, πατημασιά, αχνάρι;
USER: χνάρια, πατημασιές, footprints, ίχνη, αποτυπώματα
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
forces
/fɔːs/ = NOUN: δύναμη, βία, ισχύς, ζόρι;
VERB: ζορίζω, βιάζω, φορτσάρω, εξαναγκάζω;
USER: δυνάμεις, δυνάμεων, οι δυνάμεις, τις δυνάμεις, δυνάμεις της
GT
GD
C
H
L
M
O
forward
/ˈfɔː.wəd/ = ADVERB: προς τα εμπρός, εμπρός;
ADJECTIVE: μπροστινός, πρόθυμος, αυθάδης;
VERB: διαβιβάζω, προάγω;
USER: προς τα εμπρός, εμπρός, τα εμπρός, μπροστά, υποβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
four
/fɔːr/ = USER: four-, four, four;
USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις
GT
GD
C
H
L
M
O
fourth
/fɔːθ/ = USER: fourth-, fourth;
USER: τέταρτος, τέταρτο, τέταρτη, τέταρτου, τέταρτης, τέταρτης
GT
GD
C
H
L
M
O
free
/friː/ = ADVERB: δωρεάν, τζάμπα;
ADJECTIVE: ελεύθερος, απηλλαγμένος, ανέξοδος;
VERB: ελευθερώνω;
USER: δωρεάν, ελεύθερος, Ατελώς, ελεύθερη, χωρίς, χωρίς
GT
GD
C
H
L
M
O
freedom
/ˈfriː.dəm/ = NOUN: ελευθερία;
USER: ελευθερία, ελευθερίας, ελεύθερης, την ελευθερία, ελεύθερη, ελεύθερη
GT
GD
C
H
L
M
O
friend
/frend/ = NOUN: φίλος, φίλη;
USER: φίλος, φίλη, φίλο, φίλου, φίλο σας
GT
GD
C
H
L
M
O
friends
/frend/ = NOUN: φίλος, φίλη;
USER: φίλους, φίλοι, τους φίλους, φίλων, παγκοσμίως, παγκοσμίως
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
full
/fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός;
VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα;
USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες
GT
GD
C
H
L
M
O
fullest
/fʊl/ = USER: πληρέστερη, έπακρο, πληρέστερο, μέγιστο, πληρέστερη δυνατή
GT
GD
C
H
L
M
O
gaga
/ˈɡɑː.ɡɑː/ = ADJECTIVE: ξεμωραμένος;
USER: ξεμωραμένος, Gaga, ξεμωραμένος από, Γκάγκα
GT
GD
C
H
L
M
O
gaming
/ˈɡeɪ.mɪŋ/ = VERB: παίζω;
USER: gaming, τυχερών παιχνιδιών, παιχνίδια, παιχνιδιών, τυχερού παιχνιδιού
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
give
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
good
/ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός;
USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά
GT
GD
C
H
L
M
O
green
/ɡriːn/ = ADJECTIVE: πράσινος, χλωρός, νέος, άωρος, άπειρος, αδαής;
NOUN: πρασινάδα;
USER: πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου, πράσινου
GT
GD
C
H
L
M
O
hands
/ˌhænd.ˈzɒn/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου;
VERB: θίγω, εγχειρίζω;
USER: τα χέρια, χέρια, χεριών, hands, στα χέρια
GT
GD
C
H
L
M
O
handshake
/ˈhænd.ʃeɪk/ = NOUN: χειραψία;
USER: χειραψία, χειραψίας, handshake
GT
GD
C
H
L
M
O
happiness
/ˈhæp.i.nəs/ = NOUN: ευτυχία;
USER: ευτυχία, την ευτυχία, ευτυχίας, χαρά, η ευτυχία
GT
GD
C
H
L
M
O
happy
/ˈhæp.i/ = ADJECTIVE: ευτυχής, ευτυχισμένος;
USER: ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο, ευτυχισμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
helicopter
/ˈheliˌkäptər/ = NOUN: ελικόπτερο;
USER: ελικόπτερο, ελικοπτέρου, ελικοπτέρων, ελικόπτερα, ελικόπτερο που
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
helps
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοηθά, συμβάλλει, βοηθάει, βοηθά στην, σας βοηθά, σας βοηθά
GT
GD
C
H
L
M
O
highlight
/ˈhaɪ.laɪt/ = NOUN: αποκορύφωμα;
VERB: δίδω έμφασιν;
USER: επισημάνετε, τονίζουν, υπογραμμίζουν, τονίσει, επισημάνω
GT
GD
C
H
L
M
O
highlighting
/ˈhaɪ.laɪt/ = VERB: δίδω έμφασιν;
USER: τονίζοντας, αναδεικνύοντας, υπογραμμίζοντας, επισημαίνοντας, προβολή
GT
GD
C
H
L
M
O
hinders
/ˈhɪn.dər/ = VERB: εμποδίζω;
USER: παρεμποδίζει, εμποδίζει, παρακωλύει, δυσχεραίνει, παρεμποδίζει την
GT
GD
C
H
L
M
O
horrible
/ˈhɒr.ɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: φρικτός, φρικώδης;
USER: φρικτός, φρικτό, φρικτή, horrible, τρομερό
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
however
/ˌhaʊˈev.ər/ = CONJUNCTION: ωστόσο, μολαταύτα;
ADVERB: εν τούτοις, οπωσδήποτε;
USER: ωστόσο, όμως, εντούτοις, πάντως, πάντως
GT
GD
C
H
L
M
O
human
/ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος;
USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
ideas
/aɪˈdɪə/ = NOUN: ιδέα;
USER: ιδέες, ιδεών, τις ιδέες, ιδέες για, οι ιδέες
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
imagine
/ɪˈmædʒ.ɪn/ = VERB: φαντάζομαι;
USER: φαντάζομαι, φανταστείτε, φανταστεί κανείς, φανταστούμε, φανταστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
implicit
/ɪmˈplɪs.ɪt/ = ADJECTIVE: υπονοούμενος, απεριόριστος;
USER: σιωπηρή, έμμεση, σιωπηρής, εμμέσως, σιωπηρά
GT
GD
C
H
L
M
O
important
/ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός
GT
GD
C
H
L
M
O
importantly
/ɪmˈpɔː.tənt/ = USER: σημαντικό, σημαντικότερο, κυρίως, κυριότερο, σημαντικό είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
impulsive
/ɪmˈpʌl.sɪv/ = ADJECTIVE: παρορμητικός, αυθόρμητος, ορμητικός;
USER: παρορμητικός, παρορμητική, παρορμητικές, παρορμητικό, παρορμητικά
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
individual
/ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο;
ADJECTIVE: ατομικός, προσωπικός;
USER: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική
GT
GD
C
H
L
M
O
individuals
/ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο;
USER: άτομα, ιδιώτες, τα άτομα, πρόσωπα, ατόμων
GT
GD
C
H
L
M
O
ine
= USER: ine, ΕΙΝΑΙ, ΙΝΕ, ίνη, ΕΙΝΑΙ Η
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
innovation
/ˌɪn.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: καινοτομία, νεωτερισμός, ανακαίνιση;
USER: καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία
GT
GD
C
H
L
M
O
inspire
/ɪnˈspaɪər/ = VERB: εμπνέω;
USER: εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνεύσουν, εμπνέει, να εμπνεύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
interesting
/ˈɪn.trəs.tɪŋ/ = ADJECTIVE: ενδιαφέρων;
USER: ενδιαφέρων, ενδιαφέρον, ενδιαφέρουσα, ενδιαφέροντα, ενδιαφέρουσες
GT
GD
C
H
L
M
O
internet
/ˈɪn.tə.net/ = NOUN: Internet, Διαδίκτυο;
USER: Διαδίκτυο, Internet, Ίντερνετ, στο internet, στο Ίντερνετ
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
invisible
/ɪnˈvɪz.ɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: αόρατος, αθέατος, αθώρητος;
USER: αόρατος, αόρατο, αόρατη, αόρατα, αόρατες, αόρατες
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
job
/dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ;
VERB: διαπραγματεύομαι αξίες;
ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος;
USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
jungle
/ˈdʒʌŋ.ɡl̩/ = NOUN: ζούγκλα, ζούγγλα, θάμνος των τροπικών χωρών, πυκνό δάσος των τροπικών χωρών;
USER: ζούγκλα, ζούγκλας, στη ζούγκλα, jungle
GT
GD
C
H
L
M
O
keep
/kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί;
VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
keeps
/kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί;
VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: κρατά, διατηρεί, κρατάει, συνεχίζει, τηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
key
/kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο;
VERB: τονίζω;
USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό
GT
GD
C
H
L
M
O
kind
/kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων;
ADJECTIVE: καλός, ευγενικός, αγαθός, ευνοϊκός, περιποιητικός;
USER: είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπων
GT
GD
C
H
L
M
O
knowledge
/ˈnɒl.ɪdʒ/ = NOUN: γνώση, γνώσεις;
USER: γνώση, γνώσεις, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης
GT
GD
C
H
L
M
O
known
/nəʊn/ = ADJECTIVE: γνωστός;
USER: γνωστός, γνωστό, γνωστή, γνωστές, γνωστά
GT
GD
C
H
L
M
O
lady
/ˈleɪ.di/ = NOUN: κυρία, ντάμα;
USER: κυρία, Lady, Παναγίας, κοπέλα, Παναγία
GT
GD
C
H
L
M
O
lead
/liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα;
VERB: ηγούμαι, οδηγώ;
USER: οδηγήσει, να οδηγήσει, οδηγούν, οδηγήσουν, οδηγεί
GT
GD
C
H
L
M
O
leads
/liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα;
VERB: ηγούμαι, οδηγώ;
USER: οδηγεί, καταλήγει, οδηγούν, αποτέλεσμα, συνεπάγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
learn
/lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ;
USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει
GT
GD
C
H
L
M
O
least
/liːst/ = ADVERB: ελάχιστα;
ADJECTIVE: ελάχιστος, ολίγιστος, μικρότατος;
USER: τουλάχιστον, λιγότερο, τουλάχιστον το, τουλάχιστον το
GT
GD
C
H
L
M
O
lies
/laɪ/ = NOUN: ψέμα, ψεύδος, μούσι ειρωνικά;
VERB: ξαπλώνω, ψεύδομαι, εξαπλώνομαι, ευρίσκομαι, στρώνω;
USER: έγκειται, βρίσκεται, ψέματα, κείται, ανήκει
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
lifeblood
/ˈlaɪf.blʌd/ = USER: ψυχή, πηγή ενέργειας, ζωογόνο δύναμη, πηγή ζωής, ζωτικής σημασίας για
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
linking
= VERB: συνδώ, ενώνω;
USER: σύνδεση, συνδέοντας, που συνδέει, συνδέει, συνδέουν
GT
GD
C
H
L
M
O
listen
/ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι;
USER: ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούσουν, ακούτε, ακούτε
GT
GD
C
H
L
M
O
literally
/ˈlɪt.ər.əl.i/ = USER: κυριολεκτικά, στην κυριολεξία, κυριολεξία, γράμμα, κυριολεκτικά να
GT
GD
C
H
L
M
O
little
/ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς;
ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος;
USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα
GT
GD
C
H
L
M
O
live
/lɪv/ = VERB: ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω;
ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, ζωηρός;
USER: ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει, ζει
GT
GD
C
H
L
M
O
lives
/laɪvz/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, ζει, ζει
GT
GD
C
H
L
M
O
lonely
/ˈləʊn.li/ = ADJECTIVE: μοναχικός, μονήρης;
USER: μοναχικός, μοναχικό, μοναχική, μόνος, μοναξιά
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
longer
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύτερα, μακρότερος;
ADVERB: περισσότερα, μακρότερα;
USER: πλέον, περισσότερο, είναι πλέον, πια, μεγαλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
look
/lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος;
VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω;
USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
looking
/ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
lost
/lɒst/ = NOUN: χαμένος, χασούρα, σωρεία;
USER: χαμένος, χάσει, έχασε, χαθεί, χάσει την, χάσει την
GT
GD
C
H
L
M
O
love
/lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως;
VERB: αγαπώ, έρωμαι;
USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
loved
/ləv/ = VERB: αγαπώ, έρωμαι;
USER: αγαπούσε, αγάπησε, αγαπήθηκε, loved, άρεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
made
/meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος;
USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
mail
/meɪl/ = NOUN: ταχυδρομείο, αλληλογραφία, θώρακας, πανοπλία;
VERB: ταχυδρομώ, θωρακίζω, στέλνω ταχυδρομικώς, ταχυδρομίζω;
ADJECTIVE: τεθωρακισμένος;
USER: ταχυδρομείο, αλληλογραφία, mail στο, ταχυδρομείου, αλληλογραφίας
GT
GD
C
H
L
M
O
maintain
/meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι;
USER: διατηρούν, διατηρηθεί, διατήρηση, διατηρήσει, διατηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
makes
/meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή;
VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά
GT
GD
C
H
L
M
O
manager
/ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής;
USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ
GT
GD
C
H
L
M
O
many
/ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί;
USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
me
/miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ;
USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα
GT
GD
C
H
L
M
O
media
/ˈmiː.di.ə/ = NOUN: μέσα ενημέρωσης;
USER: μέσα ενημέρωσης, μέσα, μέσων, μέσων ενημέρωσης, media
GT
GD
C
H
L
M
O
meeting
/ˈmiː.tɪŋ/ = NOUN: συνεδρίαση, συνάντηση, συνέλευση, διάσκεψη, ημερίδα;
USER: συνάντηση, συνεδρίαση, συνεδρίασης, σύσκεψη, συνεδρίασή, συνεδρίασή
GT
GD
C
H
L
M
O
member
/ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος;
USER: μέλος, μέλη, μέλους, του μέλους, μελών
GT
GD
C
H
L
M
O
mere
/mɪər/ = ADVERB: μόνο, παρά, ουδέν άλλο;
ADJECTIVE: απλός, απλούς;
USER: μόνο, απλός, απλούς, απλή, απλώς
GT
GD
C
H
L
M
O
met
/met/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι;
USER: πληρούνται, συναντήθηκε, συνάντησε, συναντήθηκαν, συνεδρίασε
GT
GD
C
H
L
M
O
mind
/maɪnd/ = NOUN: μυαλό, γνώμη, νους, διάνοια;
VERB: νοιάζομαι, προσέχω, συνερίζομαι, φροντίζω;
USER: μυαλό, νου, το μυαλό, πειράζει, πείραζε, πείραζε
GT
GD
C
H
L
M
O
minutes
/ˈmɪn.ɪt/ = NOUN: πρακτικά;
USER: πρακτικά, λεπτά, λεπτών, λεπτά με, λεπτά με τα, λεπτά με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
miriam
= USER: Miriam, Μίριαμ, Μύριαμ, χρήστη miriam, Μαριάμ
GT
GD
C
H
L
M
O
missing
/ˈmɪs.ɪŋ/ = ADJECTIVE: απών, λείπων;
USER: λείπει, λείπουν, που λείπουν, που λείπει, ελλείποντα
GT
GD
C
H
L
M
O
mobile
/ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος;
USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών
GT
GD
C
H
L
M
O
model
/ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα;
ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος;
VERB: προπλάττω;
USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο
GT
GD
C
H
L
M
O
monk
/mʌŋk/ = NOUN: καλόγερος, καλόγηρος;
USER: καλόγερος, μοναχός, μοναχό, μοναχού, μοναχών
GT
GD
C
H
L
M
O
moral
/ˈmɒr.əl/ = ADJECTIVE: ηθικός;
NOUN: ηθικό δίδαγμα;
USER: ηθικός, ηθικό δίδαγμα, ηθική, ηθικό, ηθικής
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
move
/muːv/ = NOUN: κίνηση;
VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ;
USER: κίνηση, μετακινήσετε, κινηθεί, προχωρήσουμε, κινούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
moving
/ˈmuː.vɪŋ/ = NOUN: κίνηση, μετατόπιση, μετακόμιση;
ADJECTIVE: κινούμενος, συγκινητικός;
USER: κίνηση, κινείται, διακινούνται, που διακινούνται, μετακίνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
much
/mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ;
ADJECTIVE: πολύς;
USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
music
/ˈmjuː.zɪk/ = NOUN: μουσική;
USER: μουσική, μουσικής, τη μουσική, μουσικά, μουσικού
GT
GD
C
H
L
M
O
must
/mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος;
USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
myths
/mɪθ/ = NOUN: μύθος;
USER: μύθοι, μύθους, τους μύθους, μύθων, οι μύθοι
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
networks
/ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό;
USER: δίκτυα, δικτύων, τα δίκτυα, των δικτύων
GT
GD
C
H
L
M
O
never
/ˈnev.ər/ = ADVERB: ποτέ, ουδέποτε;
USER: ποτέ, ουδέποτε, ποτέ δεν, δεν, ποτέ να, ποτέ να
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
novel
/ˈnɒv.əl/ = NOUN: μυθιστόρημα, μυθιστορία;
ADJECTIVE: νέος, καινοφανής;
USER: μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
off
/ɒf/ = ADVERB: μακριά από;
ADJECTIVE: σβηστός;
USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά
GT
GD
C
H
L
M
O
offer
/ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση;
VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω;
USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
often
/ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις;
USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
oh
/əʊ/ = INTERJECTION: Αμάν!;
USER: αμάν, Οχάιο, ΟΗ, oh, ω
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
once
/wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε;
USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
online
/ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
open
/ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής;
VERB: ανοίγω, ανοίγομαι;
USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα
GT
GD
C
H
L
M
O
opportunities
/ˌäpərˈt(y)o͞onitē/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα;
USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
order
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
organisations
/ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο;
USER: οργανώσεις, οργανισμούς, οργανισμών, οργανώσεων, οργανισμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
others
/ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες
GT
GD
C
H
L
M
O
otherwise
/ˈʌð.ə.waɪz/ = ADVERB: αλλιώς, αλλιώτικα;
USER: αλλιώς, διαφορετικά, άλλως, άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
ourselves
/ˌaʊəˈselvz/ = PRONOUN: εμάς, εμείς οι ίδιοι, εαυτοί μας;
USER: εμείς οι ίδιοι, εμάς, εαυτούς μας, τους εαυτούς μας, εαυτό μας
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
outlets
/ˈaʊt.let/ = NOUN: έξοδος, διέξοδος, αγορά, εκροή, ηλεκτρική σύνδεση;
USER: καταστήματα, καταστημάτων, πρίζες, εξόδους, σημεία
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
overwhelming
/ˌōvərˈ(h)welm/ = ADJECTIVE: αφόρητος, δυσβάσταχτος;
NOUN: υπερβάλλων;
USER: συντριπτική, συντριπτικό, συντριπτικά, συντριπτικής, εντυπωσιακή
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
partaking
/pɑːˈteɪk/ = VERB: συμμετέχω, μετέχω;
USER: μετέχοντας, μετέχεις, μετάληψη, συμμετέχοντας, να μετέχεις
GT
GD
C
H
L
M
O
partner
/ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής;
USER: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, εταίρους, εταίρο
GT
GD
C
H
L
M
O
pave
/peɪv/ = VERB: στρώνω δρόμον, λιθοστρώνω, ετοιμάζω τον δρόμον;
USER: ανοίξει, να ανοίξει, προετοιμάσει, προλειάνει, προετοιμάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
peer
/pɪər/ = ADJECTIVE: ομότιμος, ίσος, ισάξιος, ευπατρίδης;
VERB: κοιτάζω εκ του πλησίον, περιεργάζομαι, προβάλλω, φαίνομαι;
USER: ομότιμων, ομοτίμους, από ομοτίμους, ομοτίμων, ομότιμους
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
perfectly
/ˈpɜː.fekt.li/ = ADVERB: τέλεια, τελείως, φαρσί;
USER: τέλεια, απόλυτα, απολύτως, κάτι, παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
persona
/pəˈsəʊ.nə/ = NOUN: προσωπικότητα;
USER: προσωπικότητα, Persona, πρόσωπο, το Persona, περσόνα
GT
GD
C
H
L
M
O
personal
/ˈpɜː.sən.əl/ = ADJECTIVE: προσωπικός, ιδιωτικός;
USER: προσωπικός, προσωπική, προσωπικού, προσωπικών, προσωπικά
GT
GD
C
H
L
M
O
personally
/ˈpɜː.sən.əl.i/ = ADVERB: προσωπικά, προσωπικώς;
USER: προσωπικά, προσωπική, προσωπικές, προσωπικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
phones
/fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο;
VERB: τηλεφωνώ;
USER: τηλέφωνα, κινητά τηλέφωνα, τα τηλέφωνα, τηλεφώνων, κινητά
GT
GD
C
H
L
M
O
pieces
/pēs/ = NOUN: κομμάτι, τεμάχιο, νόμισμα, όπλο;
VERB: συρράπτω, συνδυάζω;
USER: κομμάτια, τεμάχια, τα κομμάτια, τεμαχίων, κομματιών
GT
GD
C
H
L
M
O
plato
= NOUN: πλάτωνας, πλάτωνος;
USER: Πλάτων, plato, Πλάτωνα, του Πλάτωνα, τον Πλάτωνα
GT
GD
C
H
L
M
O
playing
/pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παίξιμο;
USER: παιχνίδι, παίξιμο, παίζει, παίζουν, παίζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
pleasant
/ˈplez.ənt/ = ADJECTIVE: ευχάριστος, τερπνός;
USER: ευχάριστος, ευχάριστη, ευχάριστο, ευχάριστες, pleasant
GT
GD
C
H
L
M
O
please
/pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι;
USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε
GT
GD
C
H
L
M
O
pocket
/ˈpɒk.ɪt/ = NOUN: τσέπη, θυλάκιο;
VERB: τσεπώνω;
USER: τσέπη, τσέπης, θήκη, θύλακα, την τσέπη
GT
GD
C
H
L
M
O
points
/pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο;
USER: σημεία, σημείων, πόντους, τα σημεία, μονάδες, μονάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
politics
/ˈpɒl.ɪ.tɪks/ = NOUN: πολιτική, κοινά;
USER: πολιτική, πολιτικής, την πολιτική, πολιτικές, της πολιτικής
GT
GD
C
H
L
M
O
populated
/ˈpɒp.jʊ.leɪt/ = VERB: κατοικώ, οικίζω;
USER: κατοικείται, κατοικημένες, πυκνοκατοικημένη, κατοικούνται, συμπληρωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
possible
/ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός;
USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν
GT
GD
C
H
L
M
O
post
/pəʊst/ = NOUN: θέση, ταχυδρομείο, στύλος, σταθμός, κολόνα, πόστο;
VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ;
USER: θέση, καταχωρήσετε, δημοσιεύσετε, μετά, δημοσίευση
GT
GD
C
H
L
M
O
posting
/ˈpəʊ.stɪŋ/ = VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ;
USER: απόσπαση, απόσπασης, ανάρτηση, την απόσπαση, σημειώνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
potato
/pəˈteɪ.təʊ/ = NOUN: πατάτα, γεώμηλο;
USER: πατάτα, γεώμηλο, πατάτας, γεωμήλων, της πατάτας
GT
GD
C
H
L
M
O
potential
/pəˈten.ʃəl/ = ADJECTIVE: δυνητικός, ενδεχόμενος;
USER: δυνητικός, δυναμικό, δυνατότητες, δυναμικού, δυνατότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
preferred
/prɪˈfɜːd/ = ADJECTIVE: προνομιούχος;
USER: προτιμώμενη, προτιμητέα, προτιμώμενες, προτιμάται, προτιμώμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
presence
/ˈprez.əns/ = NOUN: παρουσία, παρουσιαστικό;
USER: παρουσία, παρουσίας, την παρουσία, ύπαρξη, η παρουσία
GT
GD
C
H
L
M
O
present
/ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν, παρών, δώρο, ενεστώς, ενεστώτας, πεσκέσι;
ADJECTIVE: τωρινός;
VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω;
USER: παρουσιάζουν, παρουσιάσει, παρουσιάζει, υποβάλει, παρουσιάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
pressing
/ˈpres.ɪŋ/ = ADJECTIVE: πιεστικός, φορτικός;
NOUN: επείγων, αντίτυπο δίσκου;
USER: πιέζοντας, πατώντας, πάτημα, συμπίεση, το πάτημα
GT
GD
C
H
L
M
O
pretty
/ˈprɪt.i/ = ADVERB: αρκετά;
ADJECTIVE: όμορφη, χαριτωμένος, κομψός, εύμορφος, νόστιμος, αρκετός;
USER: αρκετά, όμορφη, πολύ, όμορφο, λίγο, λίγο
GT
GD
C
H
L
M
O
privacy
/ˈprɪv.ə.si/ = NOUN: μυστικότητα, ησυχία, μοναξιά, ερημιά, μυστικότης;
USER: μυστικότητα, ησυχία, προστασία προσωπικών δεδομένων, ιδιωτικής ζωής, προσωπικών δεδομένων
GT
GD
C
H
L
M
O
private
/ˈpraɪ.vət/ = ADJECTIVE: ιδιωτικός, προσωπικός, ιδιαίτερος, μυστικός;
NOUN: απλός στρατιώτης;
USER: ιδιωτικός, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
pro
/prəʊ/ = USER: pro, προ, υπέρ, επαγγελματίας, κατ
GT
GD
C
H
L
M
O
produce
/prəˈdjuːs/ = VERB: παράγω, αναδίδω, παρουσιάζω, προξενώ, προσκομίζω;
NOUN: καρπός;
USER: παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παράγουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
production
/prəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, προϊόν, απόδοση, παράσταση, προσαγωγή, παρουσίαση;
USER: παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, παραγωγική
GT
GD
C
H
L
M
O
products
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που
GT
GD
C
H
L
M
O
prof
/prɒf/ = USER: prof, καθ., καθηγ, Ο καθηγητής, καθηγητής
GT
GD
C
H
L
M
O
professional
/prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας;
ADJECTIVE: επαγγελματικός, εξ επαγγέλματος, επιστημονικός;
USER: επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
professionally
/prəˈfeʃ.ən.əl.i/ = ADVERB: επαγγελματικώς, επιστημονικώς;
USER: επαγγελματικώς, επαγγελματικά, επαγγελματική, επαγγελματικό, επαγγελματισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
public
/ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο;
ADJECTIVE: δημόσιος;
USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
pull
/pʊl/ = NOUN: έλξη, μέσο επιρροής;
VERB: τραβώ, αποσπώ, μυξοκλαίω, σύρω, έλκω;
USER: έλξη, τραβήξτε, τραβήξει, τραβάτε, pull
GT
GD
C
H
L
M
O
questions
/ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία;
VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω;
USER: ερωτήσεις, ερωτήματα, ερωτήσεων, ερωτημάτων, ζητήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
quite
/kwaɪt/ = ADVERB: αρκετά, εντελώς, μάλλον, όλως, πράγματι;
USER: αρκετά, εντελώς, πολύ, είναι αρκετά, απολύτως, απολύτως
GT
GD
C
H
L
M
O
re
/riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του;
NOUN: ρε;
USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
read
/riːd/ = NOUN: ανάγνωση;
VERB: διαβάζω, ερμηνεύω, αναγιγνώσκω;
USER: ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάστε, διαβάσει, διαβάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
real
/rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
NOUN: έμπρακτα, ρεάλι;
USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
really
/ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς;
USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
realm
/relm/ = NOUN: βασίλειο, χώρα;
USER: βασίλειο, σφαίρα, χώρο, πεδίο, βασιλείου
GT
GD
C
H
L
M
O
reciprocity
/ˌresəˈpräsətē/ = NOUN: αμοιβαιότητα, αλληλοπάθεια;
USER: αμοιβαιότητα, αμοιβαιότητας, της αμοιβαιότητας, την αμοιβαιότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
reels
= NOUN: καρούλι, μπομπίνα, ανέμη, κουβαρίστρα, τυλιγάδα, είδος χορού;
VERB: τυλίσσω, κουβαριάζω, τρικλίζω;
USER: τροχούς, καρούλια, κυλίνδρους, ελίκτρων, έλικτρα,
GT
GD
C
H
L
M
O
regularly
/ˈreɡ.jʊ.lər/ = ADVERB: τακτικά, μόνιμα;
USER: τακτικά, τακτική, συχνά, τακτά, κανονικά
GT
GD
C
H
L
M
O
reintegrated
/rēˈintəˌgrāt/ = USER: επανενταχθούν, επανενταχθεί, επανένταξη, να επανενταχθούν, επανεντάσσονται
GT
GD
C
H
L
M
O
relax
/rɪˈlæks/ = VERB: χαλαρώνω, χαλαρώ, ηρεμώ, χαλαρούμαι, αναπαύομαι, ξεκουράζω;
USER: χαλαρώστε, χαλαρώσετε, να χαλαρώσετε, χαλαρώσουν, χαλαρώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
relevant
/ˈrel.ə.vənt/ = ADJECTIVE: σχετικός, πρέπων;
USER: σχετικές, σχετική, σχετικών, σχετικά, σχετικό
GT
GD
C
H
L
M
O
remember
/rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι;
USER: θυμάμαι, θυμάστε, θυμηθείτε, θυμόμαστε, να θυμάστε, να θυμάστε
GT
GD
C
H
L
M
O
reread
/ˈrēˌrēd/ = USER: ξαναδιαβάσει, ξαναδιαβάσετε, ξαναδιαβάστε, ξαναδιάβασα, ξαναδιαβάσω
GT
GD
C
H
L
M
O
research
/ˈrēˌsərCH,riˈsərCH/ = NOUN: έρευνα, μελέτη;
VERB: ερευνώ;
USER: έρευνα, έρευνας, της έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών
GT
GD
C
H
L
M
O
respected
/rɪˈspek.tɪd/ = VERB: σέβομαι, εκτιμώ, αφορώ;
USER: σεβαστή, σεβαστά, τηρούνται, σεβαστές, σεβαστό
GT
GD
C
H
L
M
O
responsibility
/riˌspänsəˈbilətē/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία,, υπευθυνότητα, την ευθύνη
GT
GD
C
H
L
M
O
revolution
/ˌrev.əˈluː.ʃən/ = NOUN: επανάσταση, περιστροφή;
USER: επανάσταση, περιστροφή, επανάστασης, περιστροφής, επανάσταση του
GT
GD
C
H
L
M
O
right
/raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό;
ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος;
ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν;
VERB: δικαιώ, επανορθώ;
USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος
GT
GD
C
H
L
M
O
root
/ruːt/ = NOUN: ρίζα;
VERB: ριζώ, ριζούμαι, επευφημώ, ριζώνω;
USER: ρίζα, ρίζας, root, ριζικό, ριζών
GT
GD
C
H
L
M
O
running
/ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων;
ADJECTIVE: τρεχάτος;
USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
sagacity
/səˈɡeɪ.ʃəs/ = NOUN: οξύνοια, αγχίνοια;
USER: οξύνοια, σοφία, σύνεση, sagacity, αγχίνοια
GT
GD
C
H
L
M
O
said
/sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο
GT
GD
C
H
L
M
O
sake
/seɪk/ = NOUN: χάρη, χατίρι, αιτία, σκοπός, γιαπωνέζικο ποτό, είδος ιαπωνικού ποτού;
USER: χάρη, λόγους, χάριν, καλό, όνομα
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
search
/sɜːtʃ/ = NOUN: έρευνα, ψάξιμο;
VERB: ψάχνω, ερευνώ, ζητώ;
USER: αναζήτηση, Αναζητήστε, αναζητήσετε, αναζήτησης, ψάξετε
GT
GD
C
H
L
M
O
second
/ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος;
NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας;
VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω;
USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
selves
/selvz/ = PRONOUN: εαυτοί;
USER: εαυτοί, εαυτό, τον εαυτό, εαυτούς, selves
GT
GD
C
H
L
M
O
sense
/sens/ = NOUN: έννοια, αίσθηση, νόημα, λογικό, συναίσθημα, νους, γνώση;
VERB: διαισθάνομαι;
USER: αίσθηση, νόημα, έννοια, λογικό, αίσθημα
GT
GD
C
H
L
M
O
serendipity
/ˌserənˈdipitē/ = USER: Serendipity, εύνοια στις τυχαίες ανακαλύψεις, Σερεντίπιτι, τύπου Serendipity, της serendipity
GT
GD
C
H
L
M
O
serial
/ˈsɪə.ri.əl/ = ADJECTIVE: σειράς, σειριακός, διαδοχικός;
NOUN: επιφυλλίδα, δημοσίευμα εις τεύχη;
USER: σειράς, σειριακός, αύξοντα, σειριακή, σειριακό
GT
GD
C
H
L
M
O
series
/ˈsɪə.riːz/ = NOUN: σειρά;
USER: σειρά, σειράς, σειρές, series, σειρών
GT
GD
C
H
L
M
O
settings
/ˈset.ɪŋ/ = NOUN: τοποθέτηση, δύση, σύνθεση, δέσιμο δακτυλιολίθου, σκηνογραφία, δέσιμο κοσμήματος;
USER: ρυθμίσεις, ρυθμίσεων, τις ρυθμίσεις, ρυθμίσεις του, των ρυθμίσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
shake
/ʃeɪk/ = NOUN: σέικ, τίναγμα, σείση;
VERB: σείω, κουνώ, τινάζω, κλονίζω, τραντάζω, συγκλονίζω, τινάσσω, κλονίζομαι;
USER: κούνημα, ανακινείτε, ανακινείται, ταρακουνήσει, ανακινήστε
GT
GD
C
H
L
M
O
shark
/ʃɑːk/ = NOUN: καρχαρίας, απατεών, άρπαξ;
USER: καρχαρίας, απατεών, καρχαρία, καρχαριών, shark
GT
GD
C
H
L
M
O
should
/ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε
GT
GD
C
H
L
M
O
shown
/ʃəʊn/ = VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: εμφανίζονται, φαίνεται, εμφανίζεται, που εμφανίζονται, δείξει
GT
GD
C
H
L
M
O
similar
/ˈsɪm.ɪ.lər/ = ADJECTIVE: παρόμοιος, όμοιος, παραπλήσιος;
USER: παρόμοιος, παρόμοια, παρόμοιες, παρόμοιο, παρόμοιων, παρόμοιων
GT
GD
C
H
L
M
O
single
/ˈsɪŋ.ɡl̩/ = ADJECTIVE: μονόκλινο, μόνος, άγαμος, χωριστός, ανύπανδρος;
VERB: ξεχωρίζω;
USER: μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
GT
GD
C
H
L
M
O
slumming
= USER: Slumming, παραγκουπόλεις,
GT
GD
C
H
L
M
O
sob
/sɒb/ = NOUN: αναφιλητό, λυγμός;
VERB: κλαίω σπασμωδικώς;
USER: αναφιλητό, λυγμός, λυγμούς, κλαίω σπασμωδικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
sociable
/ˈsəʊ.ʃə.bl̩/ = ADJECTIVE: κοινωνικός, ομιλητικός, κοινωτικός;
USER: κοινωνικός, ομιλητικός, κοινωνικότητα, κοινωνικό, κοινωνικά
GT
GD
C
H
L
M
O
social
/ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός;
USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
souls
/səʊl/ = NOUN: ψυχή;
USER: ψυχές, ψυχών, οι ψυχές, τις ψυχές, ψυχή
GT
GD
C
H
L
M
O
space
/speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος;
VERB: αραιώνω;
USER: διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
spending
/ˈspen.dɪŋ/ = VERB: ξοδεύω, δαπανώ, αναλώνω, εξοδεύω;
USER: δαπάνες, οι δαπάνες, τις δαπάνες, δαπανούν, ξοδεύουν
GT
GD
C
H
L
M
O
squatting
= VERB: κοντοκάθημαι, κάθομαι σταυροπόδι, οκλάζω;
USER: καταλήψεων, οκλαδόν, κατάληψης, η κατάληψη, καταλήψεις,
GT
GD
C
H
L
M
O
still
/stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως;
ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος;
NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος;
VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω;
USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
stoics
/ˈstōik/ = NOUN: στωικός φιλόσοφος;
USER: Στωικοί, Στωικούς, Stoics, Στωϊκούς, Στωικών
GT
GD
C
H
L
M
O
storyteller
/ˈstôrēˌtelər/ = NOUN: αφηγητής, μυθολόγος, ψεύτης, λέγων παραμύθια;
USER: αφηγητής, παραμυθάς, παραμυθά, storyteller, αφηγήτρια παραμυθιών
GT
GD
C
H
L
M
O
storytelling
/ˈstɔr·iˌtel·ɪŋ, ˈstoʊr-/ = NOUN: διήγηση μύθων;
USER: αφήγησης, αφήγηση, storytelling, αφήγηση ιστοριών
GT
GD
C
H
L
M
O
strangers
/ˈstreɪn.dʒər/ = NOUN: ξένος, άγνωστος, αλλοδαπός;
USER: αγνώστους, ξένους, ξένοι, τους ξένους, άγνωστοι
GT
GD
C
H
L
M
O
stress
/stres/ = NOUN: στρες, άγχος, πίεση, ένταση, έμφαση, τόνος, ζόρι;
VERB: τονίζω, εντείνω, δίδω έμφαση;
USER: στρες, άγχος, πίεση, άγχους, το άγχος
GT
GD
C
H
L
M
O
stressful
/ˈstres.fəl/ = USER: αγχωτικό, αγχωτική, άγχος, αγχωτικές, στρεσογόνα
GT
GD
C
H
L
M
O
stupid
/ˈstjuː.pɪd/ = ADJECTIVE: ηλίθιος, χαζός, κουτός;
NOUN: βλάκας, βλαξ;
USER: ηλίθιος, χαζός, βλάκας, ηλίθιο, ηλίθια
GT
GD
C
H
L
M
O
success
/səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ;
USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της
GT
GD
C
H
L
M
O
successful
/səkˈses.fəl/ = ADJECTIVE: επιτυχής, πετυχημένος;
USER: επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχία, επιτυχείς
GT
GD
C
H
L
M
O
suffer
/ˈsʌf.ər/ = VERB: υποφέρω, πάσχω, δεινοπαθώ;
USER: υποφέρω, υποφέρουν, πάσχουν, υφίστανται, υποστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
supposed
/səˈpəʊzd/ = ADJECTIVE: υποτιθεμένος;
USER: υποτίθεται, υποτίθεται ότι, υποτιθέμενη, έπρεπε, υποτιθέμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
surprises
/səˈpraɪz/ = NOUN: έκπληξη, αιφνιδιασμός;
VERB: ξαφνιάζω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, αιφνιδιάζω;
USER: εκπλήξεις, εκπλήξεων, εκπλήσσει, έκπληξη
GT
GD
C
H
L
M
O
sushi
/ˈsuː.ʃi/ = USER: Σούσι, sushi, Ψητοπωλείο, Ψητοπωλείο Σούσι
GT
GD
C
H
L
M
O
sweet
/swiːt/ = ADJECTIVE: γλυκός, γλυκύς;
NOUN: γλύκισμα;
USER: γλυκός, γλυκό, γλυκιά, γλυκά, γλυκές
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
tablets
/ˈtæb.lət/ = NOUN: δισκίο, ταμπλέτα, χάπι, πλακίδιο, πινακίδα, μικρή δέσμη χάρτου;
USER: δισκία, ταμπλέτες, δισκίων, τα δισκία
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
talk
/tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη;
VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ;
USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
tanning
/tan/ = VERB: βυρσοδέψω, ηλιοκαίω;
USER: μαύρισμα, μαυρίσματος, βυρσοδεψίας, βυρσοδεψία, τεχνητού μαυρίσματος
GT
GD
C
H
L
M
O
techno
/ˈtek.nəʊ/ = USER: techno, τεχνο, τέκνο, τεχνολογικής, τεχνολογική
GT
GD
C
H
L
M
O
technological
/ˌteknəˈläjikəl/ = ADJECTIVE: τεχνολογικός;
USER: τεχνολογικός, τεχνολογικής, τεχνολογική, τεχνολογικές, τεχνολογικών
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
television
/ˈtel.ɪ.vɪʒ.ən/ = NOUN: τηλεόραση;
USER: τηλεόραση, τηλεόρασης, τηλεοπτικών, τηλεοπτική, τηλεοπτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
ten
/ten/ = USER: ten-, ten, δεκάδα;
USER: δέκα, από δέκα, δεκάδα, δεκάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
tend
/tend/ = VERB: τείνω, φροντίζω, κλίνω, φυλάσσω, φυλάττω, περιποιούμαι, ρέπω, συντελώ;
USER: τείνουν, τάση, έχουν την τάση, τείνει, την τάση
GT
GD
C
H
L
M
O
terms
/tɜːm/ = NOUN: όροι;
USER: όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων
GT
GD
C
H
L
M
O
text
/tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα;
USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
thanks
/θæŋks/ = NOUN: ευχαριστίες;
USER: ευχαριστίες, ευχαριστώ, χάρη, Ευχαριστούμε, Thanks
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
thicket
/ˈθɪk.ɪt/ = NOUN: λόχμη, πυκνοί θάμνοι;
USER: λόχμη, άλσος, θάμνων, thicket, συστάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
think
/θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι;
USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε
GT
GD
C
H
L
M
O
third
/θɜːd/ = USER: third-, third;
USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
three
/θriː/ = USER: three-, three, three;
USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία
GT
GD
C
H
L
M
O
thresholds
/ˈθreʃ.həʊld/ = NOUN: κατώφλι, πρόθυρα, κατώφλιο ουδούς;
USER: κατώτατα όρια, κατώφλια, όρια, κατώτατων ορίων, ορίων
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
train
/treɪn/ = NOUN: αμαξοστοιχία, τρένο, τραίνο, σειρά, ακολουθία, ειρμός, ουρά φορέματος;
VERB: προπονούμαι, γυμνάζομαι, γυμνάζω, διευθύνω, προγυμνάζω, σύρω, εξασκώ, εξασκούμαι;
USER: τρένο, αμαξοστοιχία, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας
GT
GD
C
H
L
M
O
transcript
/ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο;
USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
true
/truː/ = ADJECTIVE: αληθής, πιστός, ακριβής, βέρος;
USER: αληθής, αλήθεια, πραγματική, ισχύει, αληθινή, αληθινή
GT
GD
C
H
L
M
O
trust
/trʌst/ = NOUN: εμπιστοσύνη, καταπίστευμα, πίστη, παρακαταθήκη, τράστ, πίστωση, εμπορικός συνδυασμός;
VERB: εμπιστεύομαι, έχω πίστη, έχω πεποίθηση;
USER: εμπιστοσύνη, εμπιστεύονται, εμπιστευθείτε, εμπιστεύεστε, Αξιόπιστες
GT
GD
C
H
L
M
O
try
/traɪ/ = VERB: προσπαθώ, δοκιμάζω, δικάζω, εκδικάζω;
NOUN: δοκιμή, προσπάθεια;
USER: προσπαθώ, δοκιμή, προσπάθεια, δοκιμάσετε, δοκιμάστε, δοκιμάστε
GT
GD
C
H
L
M
O
turn
/tɜːn/ = NOUN: σειρά, στροφή, τροπή, στρίψιμο, γύρος;
VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω;
USER: σειρά, στροφή, ενεργοποιήσετε, τη σειρά, μετατρέψει
GT
GD
C
H
L
M
O
tweet
/twiːt/ = NOUN: τιτίβισμα, τσιτσίρισμα μικρού πτηνού;
VERB: τσιτσιρίζω;
USER: τιτίβισμα, Tweet, Μεταβείτε, τσιτσιρίζω, χρήση των
GT
GD
C
H
L
M
O
twice
/twaɪs/ = ADVERB: δυο φορές;
USER: δυο φορές, δύο φορές, δύο φορές την, διπλάσιο, φορές, φορές
GT
GD
C
H
L
M
O
twitter
/ˈtwɪt.ər/ = NOUN: κελάδημα, έξαψη, τερέτισμα, τιτίβισμα;
VERB: τιτιβίζω, τερετίζω, κελαδώ, εξάπτομαι;
USER: κελάδημα, έξαψη, τιτιβίζω, Twitter, Twitter Για
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
twofold
/fəʊld/ = ADJECTIVE: διπλάσιος;
ADVERB: διπλούς, διπλασίως;
USER: διττό, διττός, διττή, διπλή, διπλός
GT
GD
C
H
L
M
O
undergone
/ˌʌn.dəˈɡəʊ/ = VERB: υφίσταμαι;
USER: υποστεί, υποβληθεί, υποβληθεί σε, αντικείμενο, υπέστη
GT
GD
C
H
L
M
O
university
/ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο;
USER: πανεπιστήμιο, πανεπιστημίου, πανεπιστημίων, πανεπιστημιακών, πανεπιστημιακή, πανεπιστημιακή
GT
GD
C
H
L
M
O
unknown
/ʌnˈnəʊn/ = ADJECTIVE: άγνωστος;
USER: άγνωστος, άγνωστο, είναι άγνωστο, άγνωστη, άγνωστες
GT
GD
C
H
L
M
O
unplug
/ʌnˈplʌɡ/ = USER: αποσυνδέστε, βγάλτε, αποσυνδέστε το, αποσυνδέσετε, αποσυνδέετε
GT
GD
C
H
L
M
O
upon
/əˈpɒn/ = PREPOSITION: επάνω σε, εις;
USER: επάνω σε, κατά, κατόπιν, κατά την, μετά
GT
GD
C
H
L
M
O
upper
/ˈʌp.ər/ = ADJECTIVE: ανώτερος;
NOUN: όποιος είναι επάνω;
USER: ανώτερος, άνω, πάνω, επάνω, ανώτερο
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
user
/ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος;
USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης
GT
GD
C
H
L
M
O
users
/ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες
GT
GD
C
H
L
M
O
values
/ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο;
VERB: εκτιμώ;
USER: τιμές, αξίες, αξιών, τιμών, οι τιμές
GT
GD
C
H
L
M
O
vast
/vɑːst/ = ADJECTIVE: απέραντος, αχανής, μέγιστος;
USER: τεράστια, μεγάλη, συντριπτική, τεράστιο, τεράστιες
GT
GD
C
H
L
M
O
ve
/-v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ
GT
GD
C
H
L
M
O
via
/ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου;
USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των
GT
GD
C
H
L
M
O
victim
/ˈvɪk.tɪm/ = NOUN: θύμα;
USER: θύμα, θύματος, θύματα, θυμάτων, των θυμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
video
/ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση;
ADJECTIVE: τηλεοπτικός;
USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας
GT
GD
C
H
L
M
O
virtual
/ˈvɜː.tju.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός, κατ' ουσίαν καίτοι όχι πραγματικός, κατ' αποτέλεσμα καίτοι όχι πραγματικός;
USER: εικονικό, virtual, εικονική, εικονικής, εικονικές
GT
GD
C
H
L
M
O
virtually
/ˈvɜː.tju.ə.li/ = ADVERB: πρακτικώς, κατ' ουσίαν;
USER: πρακτικώς, σχεδόν, ουσιαστικά, πρακτικά, σχεδόν σε
GT
GD
C
H
L
M
O
vote
/vəʊt/ = NOUN: ψήφος;
VERB: ψηφίζω;
USER: ψήφος, ψήφου, ψηφίσετε, ψηφίσει, ψηφίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
want
/wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη;
NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια;
USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
warcraft
GT
GD
C
H
L
M
O
watch
/wɒtʃ/ = NOUN: ρολόι, επιτήρηση, αγρυπνία, φρουρός, φρουρά, ωρολόγιο φρούρησης;
VERB: παρακολουθώ, προσέχω, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επιτηρώ, επαγρυπνώ;
USER: ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
web
/web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή;
VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω;
USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
whatever
/wɒtˈev.ər/ = USER: ανεξαρτήτως, ανεξάρτητα από, όποια και αν είναι, ανεξάρτητα, όποια και αν
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
why
/waɪ/ = ADVERB: γιατί;
USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους
GT
GD
C
H
L
M
O
wikipedia
= USER: wikipedia, Βικιπαίδεια, την Wikipedia, τη Βικιπαίδεια
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
within
/wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα;
USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
without
/wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν;
ADVERB: έξω;
USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την
GT
GD
C
H
L
M
O
words
/wɜːd/ = NOUN: λόγια;
USER: λόγια, λέξεις, λέξεων, δηλαδή, φράση, φράση
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
worthwhile
/ˌwɜːθˈwaɪl/ = ADJECTIVE: που αξίζει τον κόπο, άξιος λόγου;
USER: αξίζει τον κόπο, αξίζει, αξιόλογη, κόπο, χρήσιμο
GT
GD
C
H
L
M
O
writing
/ˈraɪ.tɪŋ/ = NOUN: γραφή, γράψιμο, συγγραφή, έγγραφο, αναγραφή, σύνθεση, σύγγραμμα;
USER: γραφή, γράψιμο, συγγραφή, γραπτώς, εγγράφως, εγγράφως
GT
GD
C
H
L
M
O
yahoo
/ˈjɑː.huː/ = USER: yahoo, το Yahoo, της Yahoo
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
GT
GD
C
H
L
M
O
yourself
/jɔːˈself/ = PRONOUN: σύ ο ίδιος, το εαυτόν σου;
USER: τον εαυτό σας, εαυτό σας, τον εαυτό, σας, εαυτό, εαυτό
GT
GD
C
H
L
M
O
zone
/zəʊn/ = NOUN: ζώνη;
VERB: χωρίζω εις ζώνας, περιζώνω;
USER: ζώνη, ζώνης, περιοχή, ζώνη της, ζωνών
515 words